λείψετε

λείψετε
λείβω
pour
aor subj act 2nd pl (epic)
λείπω
leave
fut ind act 2nd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θην — θήν (Α) (επικ. και δωρ. εγκλιτ. μόριο, σπάν. στους τραγ.) 1. (συν. ειρων.) τώρα βεβαίως, τώρα δα λοιπόν («λείψετέ θην νέας» ώστε τώρα λοιπόν θ αφήσετε τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. (με επίταση) φρ. α) «ἧ θην» πολύ αληθινά, κατ αλήθειαν β) «οὔ θην»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”